To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Startseite
    • Griechisch
      • Wissenschaft (allgemein)
        • Search
          • Term
            • ανανεώσiμοι, εναλλακτικοί φυσικοί πόροι
          • Additional fields of expertise
          • Definition(s)
            • Φυσικοί πόροι απαραίτητοι γιά τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες και δραστηριότητες (διατροφή, παραγωγή ενέργειας, μετακίνηση, θέρμανση) οι οποίοι παραμένουν ανεξάντλητοι. Μπορούν έτσι να χρησιμοποιούνται αντί των μη ανανεώσημων φυσικών πόρων, όπως το πετρέλαιο, έχοντας επίσης ελάχιστες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Οι βασικώτεροι από αυτούς είναι η ηλιακή, υδραυλική και αιολική ενέργεια, το ύδωρ και τα δημητριακά. Συνώνυμο : υποκατάστατοι φυσικοί πόροι Own research - by Savvas SEIMANIDIS
          • Example sentence(s)
            • Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εκλύουν ελάχιστα ή μηδαμινά αέρια θερμοκηπίου. Η αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο σύνολο των διαθεσίμων καυσίμων θα μειώσει σημαντικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Ευρωπαïκή Ένωση. - Ανακοίνωση της Επιτρο by Savvas SEIMANIDIS
          • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Bulgarisch, Deutsch, Englisch, Spanisch, Polnisch, Portugiesisch, Slowakisch

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License